Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

ΣΤΡΑΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ







 (8 Νοεμβρίου 1935 - 11 Μαΐου 1990)

Γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1935 στη Νιγρίτα των Σερρών. Ο Στράτος, γιος του Άγγελου και της Στάσας Διονυσίου, προσφύγων από τη Μικρά Ασία, από πολύ μικρός μπήκε στα βάσανα της ζωής καθώς η φτώχια και η κατοχή ήδη ταλαιπωρούσαν πολύ κόσμο. Σε αυτά ήρθε να προστεθεί και η ορφάνια, καθώς το 1948 έχασε τον πατέρα του. Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1947, ο Στράτος Διονυσίου άφησε το χωριό του και πήγε να ζήσει στους Αμπελόκηπους της Θεσσαλονίκης. Το 1955 παντρεύτηκε τον παιδικό του έρωτα, τη Γεωργία Λαβένη, με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Άγγελο, την Τασούλα, το Στέλιο και το Διαμαντή.

Έπειτα από διάφορες δουλειές, σαν μικροπωλητής ή σαν ράφτης, ο Στράτος έκανε το ντεμπούτο του ως επαγγελματίας τραγουδιστής στο κέντρο «Φαρίντα» της Θεσσαλονίκης. Τα προηγούμενα χρόνια, ο Διονυσίου είχε ήδη γίνει γνωστός στα μαγαζιά της πόλης, στα οποία γυρνούσε και τραγουδούσε χωρίς όμως να δουλεύει. Από τις πρώτες του κιόλας εμφανίσεις ο Στράτος Διονυσίου τράβηξε το ενδιαφέρον φτασμένων καλλιτεχνών, οι οποίοι τον προέτρεπαν να κατέβει στην Αθήνα, ώστε να βρεθεί μέσα σε καταξιωμένους μουσικούς και τραγουδιστές.

Έπειτα από τον πάταγο της «Φαρίντα», ο Στράτος με τρομερές οικονομικές δυσκολίες αποφάσισε να κατέβει στην Αθήνα, μερικούς μόνο μήνες μετά την πρώτη του εμφάνιση στην Θεσσαλονίκη. Στο στέκι των καλλιτεχνών της Οδού Σατωβριάνδου γνωρίστηκε με πολλούς τραγουδιστές, μεταξύ των οποίων και με την Καίτη Γκρέυ. Η Γκρέυ, μεγάλο όνομα ήδη από τότε, του πρότεινε συνεργασία και έτσι ξεκίνησαν να εμφανίζονται μαζί στον "Αστέρα" της Κοκκινιάς. Στο μεταξύ, την ίδια χρονιά, το 1959, ο Στράτος Διονυσίου γραμμοφώνησε και τον πρώτο του δίσκο 45 στροφών με το τραγούδι "Δεν είμαι ένοχος" σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη και μουσική Σταύρου Χατζηδάκη να κάνει αξιοσημείωτη επιτυχία.Την ίδια περίοδο(Μαίο του 1960),εκτελέστηκε στην Αμερική,ο Caryl Chessman,ένας κατάδικος για φόνο και κλοπή και πολύ ζητούσαν από το Στράτο να τραγουδίσει το τραγούδι του Chessman,εννοώντας το Δεν είμαι ένοχος,με τον οποίον το είχαν συνδιάσει. Στη συνέχεια, ο Στράτος Διονυσίου υπέγραψε συμβόλαιο με την εταιρεία "Columbia". Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι τρία χρόνια νωρίτερα είχε ηχογραφήσει σε δίσκο του Νίκου Μαύρου (του πρώτου μπουζουξή του Στράτου) το τραγούδι "Παράγκες και παλάτια" για λογαριασμό της εταιρείας "Odeon". Ο δίσκος θάφτηκε για λόγους που ο Στράτος απέφευγε να αποκαλύψει.

Ο Στράτος δεν άργησε να κάνει τις πολύ μεγάλες επιτυχίες του. "Δεν με πόνεσε κανείς", ινδικό τραγούδι (που ερμήνευε η Nargish στο έργο "Mother India" ή στα ελληνικά "Γη ποτισμένη με ιδρώτα") διασκευασμένο από τον Μπάμπη Μπακάλη, "Της αγάπης μου το δίσκο" σε διασκευή Μπάμπη Μπακάλη, "Το ηλεκτρόφωνο", "Φύγε-Φύγε" σε μουσική Ατταλίδη και στίχους Βίρβου, είναι μερικές μόνο από τις μεγάλες του επιτυχίες. Σύντομα, οι μεγάλοι του λαϊκού τραγουδιού άρχισαν να εμπιστεύονται στο Στράτο παλιές τους επιτυχίες, οι οποίες κυκλοφόρησαν σε δεύτερη εκτέλεση με τη φωνή του νεαρού και ελπιδοφόρου τότε Στράτου Διονυσίου. "Αχάριστη" του Βασίλη Τσιτσάνη, "Το παλιογέφυρο" και το "Πριν το χάραμα" τραγούδια του Γιάννη Παπαϊωάννου, "Η μπαμπέσα" του Γιώργου Μητσάκη, "Το φτωχομπούζουκο" του Μανώλη Χιώτη, έγιναν επιτυχίες για δεύτερη φορά. Ύστερα ήρθε μία περίοδος όπου ο Στράτος, αμέσως μετά την ανανέωση της συνεργασίας του με την "Columbia" μπήκε στο ράφι από την ίδια του την εταιρεία, παρόλο που κάθε βράδυ γινόταν το αδιαχώρητο από τους θαυμαστές του που πήγαιναν να τον ακούσουν.
http://fotohosting.info/images/frontmediu.jpg
Την μεγάλη του δόξα ο Στράτος Διονυσίου τη γνώρισε το 1967. Εκείνη τη χρονιά γνωρίστηκε και άρχισε να συνεργάζεται με έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες του λαϊκού τραγουδιού, τον Άκη Πάνου. Ο Πάνου του έδωσε τραγούδια που έγιναν αμέσως επιτυχίες: "Και τι δεν κάνω", "Γιατί καλέ γειτόνισσα", "Του κόσμου το περίγελο", "Άστη να φύγει", "Εγώ καλά σου τα 'λεγα", "Στο σταθμό του Μονάχου", "Θα ρίξω ροδοζάχαρη", "Ήταν ψεύτικα", "Μια γυναίκα", "Φέρτε το παιδί του χάρου" έγιναν πολύ μεγάλες επιτυχίες στα επόμενα χρόνια.

Το μαγαζί "ΣΟΥ-ΜΟΥ", όπου εμφανιζόταν, γνώρισε μεγάλες δόξες και η επιτυχία του Στράτου το έφερε αμέσως ανάμεσα στα πρωτοκλασάτα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας. Ο Στράτος Διονυσίου αρχικά εμφανιζόταν εκεί σαν δεύτερο όνομα, ως παρτενέρ της Ανθούλας Αλιφραγκή. Στο "ΣΟΥ-ΜΟΥ" τον άκουσε ο Μίμης Πλέσσας και έπειτα από δύο μήνες του έγραψε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, το "Βρέχει φωτιά στη στράτα μου" σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου που γράφτηκε για την ταινία "Ορατότης μηδέν" με τον Νίκο Κούρκουλο. Το τραγούδι έγινε επιτυχία πριν από την ταινία.



Από το σημείο εκείνο και μετά τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Ο Στράτος κυκλοφόρησε στη συνέχεια πλειάδα τραγουδιών που έσπασαν ρεκόρ πωλήσεων: "Ο παλιατζής", "Μπαγλαμάδες και μπουζούκια", "Ένας αητός γκρεμίστηκε", "Αγάπη μου επικίνδυνη", "Αφιλότιμη", ορισμένες μόνο από τις μεγάλες του επιτυχίες. Ο Στράτος έκανε επιτυχίες τα τραγούδια του μέσα στα μαγαζιά πρώτα και έπειτα στους δίσκους. Ενδεικτικό είναι ότι στα μαγαζιά που δούλεψε, πρωτοτραγούδησε πάνω από 5.000 τραγούδια, εκ των οποίων επέλεγε αυτά που θα έβγαζε σε δίσκο.Το 1973, τραγουδά το τραγούδι Αϊντε πού το πάς και πού το φέρνεις, σε μουσική Μίμη Πλέσσα, στην ταινία της ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ Ο φαντασμένος, με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα.

Η πορεία του ήταν διαρκώς ανοδική και πάντα στην κορυφή. Τα τραγούδια που κυκλοφορούσε γίνονταν αμέσως επιτυχίες. Παίρνοντας χάρη για τα υπόλοιπα δύο χρόνια της ποινής του, ο Στράτος αποφυλακίστηκε την άνοιξη 1976. Η περίοδος της φυλακής στοίχισε στον Στράτο Διονυσίου, ο οποίος όμως δεν σταμάτησε το τραγούδι. Ο Διονυσίου ξαναβγαίνει στο τραγούδι πιο θριαμβευτικά από ποτέ, με πολύ μεγάλες επιτυχίες με μια διαδρομή 14 χρόνων σταθερά στην κορυφή. Σημαντικό ρόλο έπαιξε ο συνάδελφός και αδερφικός του φίλος Τολης Βοσκόπουλος ο οποίος το 1977 θα του γράψει το τραγούδι Αποκοιμήθηκα. Και δισκογραφικά αλλά και κάθε βράδυ στα μαγαζιά που δούλεψε, κάθε δουλειά του Στράτου ήτανε εγγυημένα επιτυχημένη. Μέχρι το τελευταίο του βράδυ στις 10 Μαΐου του 1990 στο δικό του πλέον μαγαζί "Στράτος" ο λαϊκός βάρδος έλαμπε στο πάλκο που υπηρέτησε πιστά για 31 χρόνια.

Τη δεκαετία του '80 ο Στράτος Διονυσίου έσπασε κάθε ρεκόρ πωλήσεων. Έκανε πολύ μεγάλες επιτυχίες, τραγούδια που όχι μόνο ακούγονται και σήμερα, αλλά βγαίνουν σε δίσκους, σε επανεκτελέσεις και σε διασκευές. Είναι λίγο-πολύ τα τραγούδια που τραγούδησαν όλοι κάποτε και ακούγονται ως και σήμερα από τα ραδιόφωνα σαν να ’ναι καινούρια. "Υποκρίνεσαι", "Τα πήρες όλα", "Και λέγε-λέγε", "Άκου βρε φίλε", "Ο λαός τραγούδι θέλει", "Ο Σαλονικιός", "Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα", "Εγώ ο ξένος", "Ένα λεπτό περιπτερά", "Θυμήσου" και πολλά άλλα. Παράλληλα συνεργάστηκε και με τους μεγαλύτερους δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού: Τάκης Μουσαφίρης, Θανάσης Πολυκανδριώτης, Γιάννης Πάριος, Αλέκος Χρυσοβέργης, Σπύρος Γιατράς, Τάκης Σούκας, Σπύρος Παπαβασιλείου, Χρήστος Νικολόπουλος, Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι ορισμένοι μόνο από αυτούς που έδωσαν τα τραγούδια τους στο Στράτο.

Ταυτόχρονα είχε δει το ταλέντο ορισμένων ελπιδοφόρων καλλιτεχνών, με πρώτο και καλύτερο το Γιάννη Πάριο, του οποίου τις φωνητικές ικανότητες αντιλήφθηκε αμέσως και έτσι ξεκίνησαν μια συνεργασία 11 χρόνων με πολλές επιτυχίες. Το πρώτο τραγούδι του Γιάννη Πάριου που τραγούδησε ο Στράτος, ήτανε το "Μινόρε Παράπονο" σε μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη που κυκλοφόρησε το 1976. Έκτοτε το τρίο Διονυσίου-Πολυκανδριώτη-Πάριου έκανε θραύση. Πλάι του στην αρχή της δεκαετίας του '80 είχε την –σήμερα καταξιωμένη πλέον– [[Χαρούλα Αλεξίου], η οποία έκανε τις δεύτερες φωνές. Ακολούθησε μια πολύχρονη συνεργασία του Στράτου με την Μαρίνα Βλαχάκη και τα τελευταία δύο χρόνια πλάι του στην πίστα ήταν η Κική Λουκά. Η δεκαετία του 1980 ήταν η χρυσή δεκαετία του Στράτου, όπου δεν υπήρξε δίσκος που δεν είχε την αναμενόμενη επιτυχία.
http://i.ytimg.com/vi/Yqm6GXELQGw/0.jpg
Το φαινόμενο Διονυσίου αξίζει ιδιαίτερη προσοχή. Η μεγάλη έκταση της φωνής του, η βραχνάδα του, η δυνατότητα αλλαγής έκφρασης και ύφους ανάλογα με το θέμα του τραγουδιού, ήταν κάτι το ανεπανάληπτο. Το χάρισμα που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους δημιουργούς των τραγουδιών του Στράτου, ήτανε η ικανότητά του να ηχογραφεί ταχύτατα τα τραγούδια τους, με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Ξεκινούσε την ηχογράφηση το μεσημέρι και μέχρι το απόγευμα είχε τελειώσει όλον τον δίσκο, με τα σιγόντα και την ερμηνεία του έτσι γεμάτη όπως ακούγεται στους δίσκους του! Ο Τάκης Σούκας, ο άνθρωπος που έχει γράψει τραγούδια για δεκάδες μεγάλους τραγουδιστές έχει δηλώσει «Ο Διονυσίου είναι ο μόνος τραγουδιστής που δεν έχασε ποτέ, ούτε για μια φορά στα τόσα χρόνια τον τόνο του!». Την στιβαρότητα της φωνής του μεταξύ άλλων έχει μνημονεύσει πολλές φορές και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.



Ο Στράτος Διονυσίου έφυγε απρόσμενα το πρωινό της 11ης Μαΐου 1990 αφήνοντας ένα μεγάλο κενό στο λαϊκό πεντάγραμμο, σε ηλικία μόλις 54 χρόνων.Η κηδεία του έγινε στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών, όπου χιλιάδες Έλληνες, απέδωσαν το θαυμασμό τους, στον ανθρωπό που, μόλις λίγες ώρες πρίν, τους διασκέδαζε στο ΣΤΡΑΤΟΣ, στην οδό Φιλλελήνων. Είναι αδιαμφισβήτητα ένας τραγουδιστής αξεπέραστος. Αυτό είναι κάτι που το αποδέχονται οι «ανταγωνιστές» (κατά κάποιον τρόπο) τραγουδιστές. Αντιλαμβάνονται ότι η ζεστασιά της φωνής του Στράτου ήτανε κάτι το μοναδικό και ο τρόπος της ερμηνείας του απλησίαστος. Ο Διονυσίου έζησε τρεις δεκαετίες μέσα στην επιτυχία, την αναγνώριση και την καταξίωση. Αγάπησε το πάλκο όσο κανείς. Στην πίστα ήτανε αξεπέραστος και τα διάφορα προσωνύμια που του απέδιδαν οι συνάδελφοί του κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Όπως είχε υποσχεθεί ο Στράτος, θα τραγουδούσε μέχρι το τελευταίο του βράδυ. Πράγματι, λίγες ώρες πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, τραγουδούσε στο μαγαζί «ΣΤΡΑΤΟΣ», ενώ νωρίτερα, το ίδιο απόγευμα, ηχογράφησε 9 τραγούδια για τον δίσκο «Ποιός άλλος» που κυκλοφόρησε ένα μήνα μετά τον θάνατό του, κάνοντας ρεκόρ πωλήσεων. Κατά τον Τάκη Μουσαφίρη, τον δημιουργό του δίσκου αυτού, το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε εκείνη την ημέρα, ήτανε το «Μη μ’ αφήνεις μόνο μου».

ΠΗΓΗ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΜΠΕΤΑΣ


1925 – 1992
Συνθέτης, βάρδος του λαϊκού τραγουδιού και δεξιοτέχνης στο μπουζούκι. Γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στην Αθήνα. Τα πρώτα μαθήματα στο μπουζούκι τα πήρε από τον κουρέα πατέρα του και από το 1950 άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά σε λαϊκά κέντρα. Στη δισκογραφία μπήκε το 1953.
Το 1959 ο Μάνος Χατζιδάκις τον έκανε «σολίστ» στις συνθέσεις του. Τα επόμενα χρόνια, ο Γιώργος Ζαμπέτας «κέντησε» με τις ξεχωριστές πενιές του τις εισαγωγές και τα τραγούδια των Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Πλέσσα, Μαρκόπουλου, Μαρκέα, Καπνίση και πολλών άλλων συνθετών. Έγραψε ακόμα τραγούδια με τους Πυθαγόρα, Καγιάντα, Πρετεντέρη, Παπαδόπουλο, Τζεφρώνη, Μπακογιάννη και Παπαγιαννοπούλου, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον κορυφαίο στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη - Τσάντα, τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και τον Αλέκο Σακελλάριο.
Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται πάνω από 250 τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία έγιναν επιτυχίες, όπως «Πατέρα κάτσε φρόνιμα», «Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά», «Σταλιά-σταλιά», «Τι σου 'κανα και μ' εγκατέλειψες», «Τι γλυκό να σ' αγαπούν», «Ο πενηντάρης», «Μάλιστα κύριε», «Ο πιο καλός ο μαθητής» κ.α. Με τα τραγούδια του ανέδειξε μια ολόκληρη γενιά τραγουδιστών: Τόλης Βοσκόπουλος, Μαρινέλλα, Δημήτρης Μητροπάνος, Βίκυ Μοσχολιού, Σταμάτης Κόκοτας, Δούκισσα κ.α.
Πήρε μέρος σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες («Κόκκινα Φανάρια», «Λόλα», «Οδός Ονείρων» κ.α.).
Πηγαίος, αθυρόστομος, χιουμορίστας, αλλά και μάγκας, αποκριθείς σε ερώτηση δημοσιογράφου για τη σχέση του με το χασίσι, απάντησε: «Αν έχω φουμάρει χασίσι; Λιβααααάδια. "Μάλιστα κύριε" (τίτλος τραγουδιού του Γ. Ζαμπέτα, με ερμηνεία δική του και στίχους του Αλέξανδρου Καγιάντα)».
Πέθανε στις 10 Μαρτίου του 1992.

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ



1933 – 2000

Διακεκριμένος λαϊκός συνθέτης και στιχουργός. Γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1933 στην Καλλιθέα και το πλήρες όνομά του ήταν Αθανάσιος - Δημήτριος Πάνου. Προερχόταν από πολύτεκνη οικογένεια -είχε δύο αδερφούς και μια αδερφή- και ο πατέρας του ήταν γραμματέας στο 15o Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Με τη μουσική τον έφεραν σε επαφή η μητέρα του και ο μεγαλύτερος αδελφός του. Ήταν μόλις 9 ετών όταν άρχισε να δουλεύει σε ταβέρνες, ενώ στα 13 του βρέθηκε να παίζει και να τραγουδά τα Σαββατοκύριακα πλάι στον Γιάννη Σταματίου, τον περίφημο «Σπόρο». Στα 17 του το 'σκασε από το σπίτι για να παντρευτεί την εφ' όρου ζωής πιστότατη Δήμητρα, που πάντως τη χώρισε για να παντρευτεί την Άννα, μητέρα των τεσσάρων παιδιών του. Μιλούσε πάντα στους γονείς του στον πληθυντικό και αυτό απαιτούσε και από τα παιδιά του.
Το επίπεδο των γραμματικών του γνώσεων περιορίστηκε στην ανάγνωση και τη γραφή. Μέχρι τα 20 χρόνια του άλλαξε πολλές δουλειές για να βγάλει το ψωμί του. Πουλούσε στις γειτονιές τσιγάρα και κουλούρια, εργάσθηκε σε εργοστάσιο βερνικιών και αργότερα δούλεψε βοηθός μηχανικού κι εργάτης λιθογραφείου.

Καλλιθέα, Δάφνη, Πετράλωνα, Αη-Γιάννης Ρέντης, ήταν μερικές απ' τις περιοχές που εμφανίστηκε ως μουσικός. Σε στούντιο ηχογράφησης πρωτομπήκε το 1950, παίζοντας μπαγλαμά. Οκτώ χρόνια αργότερα κατέβηκε από το πάλκο και άρχισε το έργο του ως συνθέτης. Το πρώτο του τραγούδι στη δισκογραφία ήταν «Το παιδί που απόψε πίνει» (1958), σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη, με τη φωνή της Καίτης Γκρέυ. Πέρασε σχεδόν απαρατήρητο και τα χρόνια που ακολούθησαν δεν χαρακτηρίστηκαν από κάποια ιδιαίτερη δραστηριοποίησή του.
Το 1967 ηχογραφείται το τραγούδι του «Θα κλείσω τα μάτια» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Χαρούλα Λαμπράκη. Ο δίσκος αυτός κυκλοφόρησε για μόλις 15 ημέρες, καθώς «κόπηκε» από τη λογοκρισία της Χούντας. Τρία χρόνια αργότερα, η Βίκυ Μοσχολιού ερμηνεύει το ίδιο τραγούδι με «πολιτικά ορθούς» στίχους και σηματοδοτεί την αφετηρία για την πιο δημιουργική δεκαετία στην καριέρα του Άκη Πάνου. Έκτοτε, οι επιτυχίες είναι αλλεπάλληλες, µε τους Γρηγόρη Μπιθικώτση, Στράτο Διονυσίου, Μιχάλη Μενιδιάτη, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Βίκυ Μοσχολιού, Μαρινέλλα, Δημήτρη Μητροπάνο, Τόλη Βοσκόπουλο κ.ά. να ερμηνεύουν τραγούδια του, κυρίως ερωτικά.

Το 1973 κάνει την πρώτη του υπέρβαση. Μπαίνει στο στούντιο μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη για έναν μεγάλο δίσκο και το ομότιτλο τραγούδι «Η ζωή μου όλη» γράφει ιστορία. Τρία χρόνια αργότερα συνεργάζεται με τον Μανώλη Μητσιά και ο «Τρελός» γίνεται ανεπανάληπτο σουξέ. Ο εμπορικότερος δίσκος του, όμως, έρχεται το 1982, όταν με ερμηνευτεί τον Γιώργο Νταλάρα ηχογραφεί το «Θέλω να τα πω» («Θέλω να τα πω», «Εφτά νομά σ' ένα δωμά» κ.ά.) και ξεσηκώνει την Ελλάδα.
Την αμέσως επόμενη χρονιά κυκλοφορεί ο δίσκος «Αφιερωμένο εξαιρετικά» με τα Παιδιά από την Πάτρα. Το τραγούδι του «Δε θέλω τη συμπόνια κανενός» γίνεται μεγάλη επιτυχία, αλλά ο Άκης Πάνου διαμαρτύρεται πως πήρε πενταροδεκάρες. Έρχεται σε σύγκρουση με τις δισκογραφικές εταιρίες και τις κατηγορεί ότι εκμεταλλεύονται τους καλλιτέχνες γενικότερα, αλλά και τον ίδιο ειδικότερα. Έπειτα από πολλά επεισόδια, η συνεργασία τους διακόπτεται και το 1986 αποσύρεται με την οικογένειά του στην Ξάνθη.
Αποφασίζει να ξανανέβει στο πάλκο για μόνο δύο δεκαπενθήμερα: το 1989 στο «Επειγόντως» και το 1994 στα «9/8». Εκεί στήνει το πάλκο σε δύο σειρές. Μπροστά οι μουσικοί, πίσω οι τραγουδιστές, ενδεικτικό της νοοτροπίας του περί υποδεέστερης θέσης των ερμηνευτών έναντι των μουσικών.

Την 1η Αυγούστου 1997 ο Άκης Πάνου συγκλονίζει την κοινή γνώμη, όταν πυροβολεί και σκοτώνει στη Λεύκη Ξάνθης τον 30χρονο Σωτήρη Γιαλαμά, μην εγκρίνοντας την ερωτική σχέση που διατηρούσε με τη 19χρονη κόρη του Ελευθερία. Τον Μάρτιο του 1998 οδηγείται ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Κακουργιοδικείου Καβάλας. «Όλα έγιναν σε μια κακιά στιγμή. Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου…» δηλώνει στην απολογία του.
Στις 23 Μαρτίου 1998 ο Άκης Πάνου κρίνεται ένοχος και καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Δεν του αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό, ούτε της πολιτισμικής προσφοράς, επειδή σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου «ο κατηγορούμενος δεν πρόσφερε και ιδιαίτερα στα πολιτισμικά πράγματα του τόπου», ούτε και του πρότερου έντιμου βίου, επειδή κατείχε παράνομα στο σπίτι του δύο όπλα και επειδή, χωρίς να έχει χωρίσει από την πρώτη του γυναίκα, είχε εν γνώσει της δημιουργήσει οικογένεια με την Άννα Μπακιρτζή.

Μετά την καταδίκη του, οδηγήθηκε στις φυλακές Κομοτηνής και αργότερα στις φυλακές Κορυδαλλού. Στις 7 Απριλίου 1999 το Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά διέταξε πεντάμηνη αναστολή της ποινής του, λόγω προβλημάτων υγείας. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 7 Απριλίου 2000, άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 67 ετών, νικημένος από τον καρκίνο.
Ο Άκης Πάνου δισκογράφησε περίπου 200 τραγούδια, ενώ πάνω από 800 έμειναν στο συρτάρι του. Στις μεγάλες επιτυχίες του συγκαταλέγονται: «Η πιο μεγάλη ώρα», «Η ζωή μου όλη», «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Δεν κλαίω για τώρα», «Ρολόι-Κομπολόι», «Νά 'χα το κουράγιο», «Στον σταθμό του Μονάχου», «Αχαριστία», «Tου Κόσμου το περίγελο», «Το θολωμένο μου μυαλό», «Είδα τα μάτια σου κλαμμένα», «Θα κλείσω τα μάτια», «Παράνομη αγάπη», «Ασφαλώς και δεν πρέπει», «Γιατί κακούργα πεθερά», «Και τί δεν κάνω», «Εγώ καλά σου τά 'λεγα», «Ήταν ψεύτικα», «Για κοίτα με στα μάτια», «Χαροκόπου», «Θέλω να τα πω», «Εφτά νομά σ' ένα δωμά», «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Τρελός», «Παρόν», «Ήταν όλα ψεύτικα», «Πήρα απ' το χέρι σου νερό», «Δεν θέλω τη συμπόνοια κανενός» κ.ά.

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ


Μανώλης Χιώτης
1920 – 1970
Λαϊκός συνθέτης και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού, που εισήγαγε την τέταρτη -διπλή- χορδή στο μπουζούκι.
Γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου του 1920 στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε μετακομίσει η οικογένειά του από το Ναύπλιο. Κατά τη διάρκεια των μαθητικών του χρόνων πήρε μαθήματα κιθάρας, μπουζουκιού και ούτι από τον διάσημο μουσικοδιδάσκαλο της εποχής Γεώργιο Λώλο. Το 1935 επέστρεψε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο και σε ηλικία μόλις 15 ετών έκανε τις πρώτες εμφανίσεις του σε μαγαζιά της περιοχής.
Η αλήθεια είναι ότι ο Μανώλης Χιώτης δεν έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια. Η οικογένειά του ήταν ευκατάστατη (η μητέρα του μάλιστα διατηρούσε ένα από τα πλέον αριστοκρατικά μπαρ της εποχής) και αυτό το αρχοντικό στυλ στο πάλκο διατήρησε και ο ίδιος στη μετέπειτα πορεία του.
Το 1936 κατέβηκε στην Αθήνα. Εμφανίστηκε για λίγες ημέρες στα «Παγώνια» (στη Σωκράτους και Αγίου Κωνσταντίνου γωνία) και αμέσως μετά στο «Δάσος», πλάι στον μεγάλο Στράτο Παγιουμτζή. Ήταν ακόμα 16 χρονών, ωστόσο ο Παγιουμτζής, διακρίνοντας το ταλέντο του, τον παρουσίασε στην Columbia, με την οποία υπέγραψε το πρώτο του συμβόλαιο, ως «διευθύνον πρίμο όργανο», το χειμώνα του 1936.
Την επόμενη χρονιά φωνογράφησε και το πρώτο του τραγούδι «Γιατί δεν λες το ναι» (Το χρήμα δεν το λογαριάζω), με εκτελεστή τον Στράτο Παγιουμτζή. Λίγο αργότερα γνωρίζεται με τον Μπαγιαντέρα και παίζει μαζί του στις κλασικές εκτελέσεις των προπολεμικών επιτυχιών του, «Νυχτερίδα», «Μ' έχεις μαγεμένο», «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη» κ.ά.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ο Μανώλης Χιώτης χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τον ενισχυτή στις εμφανίσεις του και η καριέρα του εκτινάσσεται απότομα, όταν ηχογραφεί σε δεύτερη εκτέλεση το ήδη επιτυχημένο τραγούδι του «Ο πασατέμπος» (1946). Σε αυτό το τραγούδι κάνει -σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη- την πρώτη του εμφάνιση το τετράχορδο μπουζούκι, μία καινοτομία που εκτιμάται ότι πρώτος ο Χιώτης χρησιμοποίησε, αν και φαίνεται ότι τελικά το τετράχορδο μπουζούκι υπήρχε και νωρίτερα. Στο πάλκο, χρησιμοποιεί δύο μπουζούκια, ένα κλασικό, με μεταλλικές χορδές, κι ένα με χορδές από έντερα, ώστε η χροιά του να μοιάζει με το ούτι.
Κατά τη δεκαετία του '40 γράφει τη μια επιτυχία μετά την άλλη: «Πάλι στις τρεις ήρθες εχθές να κοιμηθείς» (Ντουο Χάρμα), «Θα σου πω το μυστικό μου» (Μ. Νίνου), «Το φτωχομπούζουκο» (Στ. Τζουανάκος) κ.ά. Το 1950, έπειτα από δυο χρόνια χωρίς σουξέ, γράφει σε στίχους του Ν. Ρούτσου (που του έδινε στίχους που απέρριπτε ο Τσιτσάνης) «Τα πεταλάκια» και την ίδια χρονιά το «Σ' αυτό το φτωχοκάλυβο» με τη Στέλλα Χασκίλ.
Το 1954 παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα, την τραγουδίστρια Ζωή Νάχη και αποκτά μαζί της δύο παιδιά. Λίγο αργότερα γνωρίζει τη Μαίρη Λίντα και κάνουν μαζί το ανεπανάληπτο ντουέτο που κυριάρχησε στο ελληνικό τραγούδι μέχρι το '66, οπότε και χώρισαν (είχαν παντρευτεί το 1959). Ανεπανάληπτες επιτυχίες, κλασικές φιγούρες στον κινηματογράφο και λάτιν ρυθμοί, που κορυφώνονταν σε οργιαστικά σόλα. Παράλληλα, δίνει και εκπληκτικά, κλασικού ύφους, σουξέ στον Στέλιο Καζαντζίδη, κυρίως σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη.
Το 1959 ενορχηστρώνει τον «Επιτάφιο» του Μίκη Θεοδωράκη, που έχει κάνει ήδη μια αποτυχημένη έκδοση, και τον απογειώνει. Ακολουθούν οι «Λιποτάκτες», η «Πολιτεία» και το «Αρχιπέλαγος». Με τις ενορχηστρώσεις του Χιώτη και τις φωνές της Μαίρης Λίντα, του Γρηγόρη Μπιθικώτση, τουΣτέλιου Καζαντζίδη και της Μαρινέλλας, τα έργα του Θεοδωράκη, αλλά και του Χατζιδάκι -του οποίου υπήρξε για καιρό σολίστας- αποκτούν λαϊκή απήχηση. Είναι ουσιαστικά αυτός που ανοίγει το δρόμο και στους άλλους λαϊκούς μουσικούς να συνεργαστούν με τους λόγιους συνθέτες, με αποτέλεσμα την έκρηξη του λεγόμενου «Έντεχνου».
Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του ήταν και τα πιο δραματικά. Χωρίζει με τη Λίντα (πράγμα που του στοίχισε πολύ), κάνει αποτυχημένες συνεργασίες και ο καρκίνος αρχίζει να τον κατατρώγει. Στις 21 Μαρτίου του 1970, ανήμερα των 50ων γενεθλίων του, ο Μανώλης Χιώτης αφήνει την τελευταία του πνοή. Στην κηδεία του, στο Α' νεκροταφείο Αθηνών, ο Γιάννης Καραμπεσίνης παίζει με το μπουζούκι του Χιώτη τα «Ηλιοβασιλέματα» και το δακρυσμένο πλήθος τραγουδά. Μαζί και οι τρεις συντρόφισσες της ζωής του: Ζωή Νάχη, Μαίρη Λίντα και Μπέμπα Κυριακίδου.
Ο Μανώλης Χιώτης υπήρξε μία προσωπικότητα που άλλαξε την ιστορία και την εξέλιξη της μουσικής στην Ελλάδα. Η καινοτομία των τεσσάρων χορδών στο μπουζούκι, που είτε αυτός εφάρμοσε πρώτος είτε την επέβαλλε, μπορεί μεν να προκάλεσε το μένος των παραδοσιακών τριχορδάδων, αλλά έκανε αποδεκτό το μπουζούκι σε όλη την Ελλάδα, μιας και μέχρι τότε ήτανε απαγορευμένο και χαρακτηρισμένο ως «υπερβολικά λαϊκό», αλλά και γνωστό στον υπόλοιπο κόσμο.

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ


1943 – 2005

Η Βίκυ Μοσχολιού γεννήθηκε στις 23 Μαΐου του 1943 στο Μεταξουργείο και έζησε τα παιδικά της χρόνια στο Αιγάλεω. Χρόνια στερημένα, αλλά γεμάτα αγάπη και μουσική, καθώς ο πατέρας της δεν αποχωριζόταν το γραμμόφωνο και την πλούσια συλλογή του από λαϊκά δισκάκια της εποχής.
Για να βοηθήσει την οικογένεια της, δεκατριάχρονο κοριτσάκι ακόμα, πιάνει δουλειά σε εργοστάσιο ως κορδελιάστρα. Πάντα, όμως, είτε ανάμεσα στις κλωστές και τα καρούλια, είτε στις ανθισμένες μυγδαλιές της Αγίας Βαρβάρας, η Βίκυ έχει ένα τραγούδι στο στόμα. Οι αυστηρών αρχών γονείς της, όμως, δεν της επιτρέπουν να δουλέψει νύχτα. Με την παρέμβαση της ξαδέρφης της, Έφης Λίντα, πείθονται τελικά και το 1962, Κυριακή του Πάσχα, η Βίκυ κάνει την πρεμιέρα της στο πάλκο, δίπλα στον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δούκισσα, στην «Τριάνα του Χειλά».
Εκεί, δύο χρόνια μετά, την ακούει τυχαία ο Σταύρος Ξαρχάκος που αναζητά εκείνη την περίοδο μια νέα φωνή για να ερμηνεύσει το θρυλικό πλέον τραγούδι «Χάθηκε το φεγγάρι» στην ταινία «Λόλα», με το Νίκο Κούρκουλο και την Τζένη Καρέζη. Είναι η αρχή μιας λαμπρής καριέρας, καθώς ακολουθούν αμέτρητες συνεργασίες, σχεδόν με όλους τους κορυφαίους συνθέτες και στιχουργούς: τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Γιάννη Σπανό, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Δήμο Μούτση, τον Άκη Πάνου, τον Μίκυ Θεοδωράκη, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Μάρκο Βαμβακάρη.
«Τα τρένα που φύγαν», «Τα δειλινά», «Οι μετανάστες», «Τα αρχοντορεμπέτικα» είναι μερικές μόνο επιτυχίες από το πλούσιο ρεπερτόριό της, που ξεκινά από το ρεμπέτικο και το λαϊκό για να καταλήξει στο ελαφρολαϊκό και το έντεχνο, γιατί η σπουδαία, ιδιαίτερη δωρική φωνή της με την χαρακτηριστική βραχνάδα και τις απεριόριστες δυνατότητες δεν χώρεσε ποτέ ταμπέλες.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 η Βίκυ Μοσχολιού αρχίζει συναυλίες με το Σταύρο Ξαρχάκο και το Γρηγόρη Μπιθικώτση σ' όλη την Ελλάδα, ενώ το 1968 πραγματοποιεί με δικά της έξοδα την πρώτη μεγάλη συναυλία έλληνα καλλιτέχνη στην Κύπρο.
Το 1972 είναι η πρώτη λαϊκή τραγουδίστρια που εγκαταλείπει τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα και τα υψηλά νυχτοκάματα για να κατέβει στην πλάκα, αρχικά στο «Ζουμ» και μετά στο «Ζυγό», δημιουργώντας ένα εναλλακτικό τρόπο διασκέδασης, με άλλο ήθος και ύφος. Έξι συνεχείς σαιζόν η Μοσχολιού τραγουδά στις μπουάτ Μούτση, Μαρκόπουλο, Θεοδωράκη και Σπανό και παράλληλα δισκογραφεί μερικά από τα σημαντικότερα τραγούδια της, όπως το «Έτσι είναι η ζωή», «Μια βραδιά στη Λάρισα», «Μεσόγειος», «Η Ρόζα η ναζιάρα», «Άνθρωποι Μονάχοι».
Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η Βίκυ Μοσχολιού εμφανίστηκε στο Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης το Ρόαγιαλ Άλμπερτ Χολ του Λονδίνου και το θέατρο Ολυμπιά του Παρισιού. Γιατί με τη σεμνότητα και την απλότητα που την διακατείχε ελάχιστες φορές μιλούσε για τους θριάμβους της.
Την ίδια διακριτικότητα επέδειξε και στην προσωπική της ζωή, κρατώντας την πάντα μακριά από το φως της δημοσιότητας κι ας οργίαζε ο κοσμικός τύπος της εποχής για το φλογερό της ειδύλλιο με τον μετέπειτα σύζυγό της, για 18 ολόκληρα χρόνια, τον θρύλο των γηπέδων, Μίμη Δομάζο, με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες.
Η Βίκυ Μοσχολιού πέθανε, χτυπημένη από την επάρατο νόσο, στις 16 Αυγούστου του 2005.

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ


            1922 – 2005
Ο «σερ» του ελληνικού πενταγράμμου, όπως χαρακτηρίστηκε, γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίουτου 1922 στο Περιστέρι. Πρωτότοκος ήταν ο Χρήστος και ακολουθούσαν η Κοντιλιώ, ο Γιώργος, ο Κώστας και τελευταίος ο Γρηγόρης. Φτωχή οικογένεια, πάλευαν να τα βγάλουν πέρα. Μέσα στη θύελλα του '40 τα αδέλφια του έφυγαν για το Μέτωπο, στην Αλβανία.
Εκείνος έκανε τα πρώτα του βήματα σ' ένα ταβερνάκι της γειτονιάς του, τραγουδώντας με μία κιθάρα, ευρωπαϊκά. Όλα άλλαξαν, όταν μια κρύα νύχτα του χειμώνα του 1937 πήγε ν' ακούσει τρεις μουσικούς που έπαιζαν με τα μπουζούκια τους σ' ένα κουτούκι. Ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Μανώλης Χιώτης και ο Στράτος Παγιουμτζής. Ο μικρός Γρηγόρης ενθουσιάστηκε κι από τότε ασπάστηκε το ρεμπέτικο και το λαϊκό.
Το 1947 εκτοπίστηκε μαζί με εκατοντάδες άλλους Έλληνες στη Μακρόνησο, όπου τα βράδια έπαιζε στη Λέσχη Αξιωματικών. Εκεί έγραψε τα πρώτα του τραγούδια και γνωρίστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη. Μετά την απελευθέρωσή του, δημιούργησε το δικό του συγκρότημα και το 1949 μπήκε στη δισκογραφία ως συνθέτης. Τίτλος του πρώτου του δίσκου το «Καντήλι τρεμοσβήνει», σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Στο τραγούδι, ο ίδιος ο Μπιθικώτσης, μαζί με τον Βαμβακάρη.
Από τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι είχε το δικό του τρόπο ερμηνείας, συνεργάσθηκε με τους σπουδαιότερους συνθέτες -Θεοδωράκη («Της δικαιοσύνης», «Ένα το χελιδόνι», «Στο περιγιάλι το κρυφό», «Βράχο – βράχο», «Γωνιά – γωνιά»), Χατζιδάκι («Ειμ' αϊτός χωρίς φτερά», «Πάει ο καιρός», «Στο Λαύριο γίνεται χορός», «Μίλησέ μου»), Τσιτσάνη κ.α.- έγραψε ο ίδιος τραγούδια που έγιναν επιτυχίες («Επίσημη Αγαπημένη», «Το μεσημέρι καίει το μέτωπό μου», «Μία γυναίκα φεύγει», «Αμφιβολίες» κ.α.), εμφανίσθηκε στα κοσμικότερα κέντρα των Αθηνών κι ένιωσε τη χαρά της ανακάλυψης νέων, πολλά υποσχόμενων φωνών, ανάμεσά τους η Βίκυ Μοσχολιού και η Πόλυ Πάνου.
Η «δωρική» φωνή του αγκάλιασε τη μεταπολεμική Ελλάδα, έδωσε το δικό της βάρος και τη δική της λαϊκότητα στα μεγάλα έργα του Θεοδωράκη, που έγινε ο πιο αποτελεσματικός καταλύτης στο να φτάσουν οι στίχοι του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, του Λειβαδίτη, του Χριστοδούλου, στις πιο απόμερες γωνιές της Ελλάδας.
Πέθανε στις 7 Απριλίου του 2005.

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ


Στέλιος Καζαντζίδης
1931 – 2001
Ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε ένας από τους λίγους τραγουδιστές που κέρδισαν αδιαφιλονίκητα τον τίτλο του λαϊκού ερμηνευτή, αγαπήθηκε φανατικά, μπήκε στις καρδιές και στα σπίτια των ανθρώπων, τραγουδήθηκε όσο λίγοι και χάρισε το αίσθημα της οικειότητας σε όσους ένιωσαν ότι τραγουδά για εκείνους.
Με τη μοναδική υφή της φωνής του κατάφερε να εκφράσει τις αγωνίες, τους φόβους, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς ανθρώπων, για τους οποίους η επιβίωση δεν ήταν και τόσο αυτονόητη. Οικονομικά και κοινωνικά αποκλεισμένοι, πρόσφυγες, εργάτες, όλοι αγωνιστές της καθημερινότητας αναζητούσαν στα τραγούδια του παρηγοριά για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν καθημερινά. Και το κοινό του, βέβαια, δεν σταματούσε μόνο σε αυτούς.
Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 στη Νέα Ιωνία. Η μητέρα του ήταν πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία. Από αυτή άκουγε ως παιδί τα λαϊκά τραγούδια που έφεραν οι πρόσφυγες και από τη γιαγιά του -όπως έλεγε ο ίδιος- πήρε τις τεχνικές, τις αναπνοές, το κλάμα στη φωνή… Ως τη στιγμή που τον ανέλαβε ο μεγάλος δάσκαλος Στέλιος Χρυσίνης.
Μεγαλώνοντας, δούλεψε σ' ένα εργοστάσιο στη Νέα Ιωνία. Μία μέρα, τον φωνάζει το αφεντικό του και του λέει ότι έχει καταπληκτική φωνή και του κάνει δώρο μία κιθάρα. Ο Στέλιος, όσε ώρες δεν δούλευε, καθόταν στο σπίτι και προσπαθούσε να μάθει τραγούδια στην κιθάρα. Μια μέρα, κάποιος περαστικός τον άκουσε και του πρότεινε να τραγουδήσει στην ταβέρνα του. Έτσι, έγινε η αρχή…
Το 1950 εμφανίστηκε για πρώτη φορά επαγγελματικά στην Κηφισιά. Δύο χρόνια αργότερα έκανε και την πρώτη ηχογράφησή του στην Columbia, με το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα «Για μπάνιο πας», που όμως δεν πούλησε. Το δεύτερο τραγούδι, «Οι βαλίτσες» του Γιάννη Παπαϊωάννου, έγινε μεγάλη επιτυχία.
Από εκεί και πέρα ξεκίνησε μία σειρά επιτυχιών και συνεχής άνοδος, με εμφανίσεις σε γνωστά λαϊκά κέντρα της εποχής. Τότε έρχεται και η γνωριμία, ο αρραβώνας, αλλά και η συνεργασία με την Καίτη Γκρέυ, ως το καλοκαίρι του 1957. Σουξέ της εποχής, το «Απόψε φίλα με» του Μανόλη Χιώτη, ένα ντουέτο του Στέλιου Καζαντζίδη με την Καίτη Γκρέυ. Μετά από αυτό χώρισαν.
Η επόμενη οκταετία (1957-1965) είναι ίσως η πιο γόνιμη και δημιουργική περίοδος για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Η γνωριμία του με τη Μαρινέλλα στη Θεσσαλονίκη εξελίχθηκε σε μια λαμπρή συνεργασία. Μαζί έκαναν μεγάλες επιτυχίες με κορυφαίους συνθέτες (Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χιώτης, Καλδάρας, Παπαγιαννοπούλου, Βίρβος, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Λεοντής, Ξαρχάκος, Λοΐζος, Μαρκόπουλος κ.ά.) και εμφανίστηκαν στα μεγαλύτερα λαϊκά κέντρα.
Το Μάιο του 1966 αποφάσισαν να ενωθούν και στη ζωή. Ο γάμος τους μπορεί να μην άντεξε στο χρόνο, αλλά έμειναν για πάντα φίλοι. Έπειτα από χρόνια, ο Καζαντζίδης γνώρισε και παντρεύτηκε την κυρα-Βάσω, την οποία ο χαρακτήριζε ως «θησαυρό».
Τo 1965 κι ενώ βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα νυχτερινά κέντρα. Τήρησε την επιλογή του αυτή ως το τέλος της ζωής του και η μόνη επαφή με το κοινό ήταν μέσω των δίσκων του. Για κάποιο διάστημα και αυτή η επικοινωνία διακόπηκε, λόγω προβλημάτων που είχε με τη δισκογραφική εταιρεία «Μίνως».
Στη δισκογραφία επανήλθε, έπειτα από 12 χρόνια απουσίας, το 1987, συνεργαζόμενος με τους Τάκη Σούκο, Λευτέρη Χαψιάδη, Θανάση Πολυκανδριώτη, Θοδωρή Καμπουρίδη, Μάκη Ερημίτη, Αντώνη Βαρδή, Σώτια Τσώτου και άλλους άξιους δημιουργούς. Το κύκνειο άσμα του ήταν ο δίσκος «Έρχονται χρόνια δύσκολα».
Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, σε ηλικία 70 ετών, έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο.